αψώνω

αψώνω
[αψύς]
1. εξοργίζω κάποιον
2. οργίζομαι, θυμώνω
3. αυξάνω, δυναμώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αψώνω — άψωσα 1. αμτβ., ζωηρεύω, γίνομαι έντονος, αψύς: Όσο περνούσε η ώρα, τόσο άψωνε η συζήτηση. 2. ερεθίζω, εξοργίζω: Αν δεν τον άψωνες, δε θα μαλώνατε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”